- νεαροποιώ
- (Α νεαροποιῶ, -έω)νεοελλ.εκτελώ νεαροποίησηαρχ.1. (το ενεργ. και το μέσ.) καθιστώ κάτι νέο, ανανεώνω, ανακαινίζω («τοὺς ἐπιπολῆς πλησιάζων ὁ ἀὴρ νεαροποιεῑ», Πλούτ.)2. επαναλαμβάνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + -ποιῶ*].
Dictionary of Greek. 2013.